- εἴχετ'
- εἴχετο , ἔχωcheckimperf ind mp 3rd sgεἴχετε , ἔχωcheckimperf ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ACIS — Fauni et Simaethidis nymphae fil. pulcherrimus pastor Siculus, quem cum Polyphemus amaret, et ab eo sperneretur, ab eodem saxo illisus periit: cuius Galatea miserta in fluvium (alias fontem) sur nominis permutavit, qui in Aetna monte oriens in… … Hofmann J. Lexicon universale
δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p … Dictionary of Greek
ηνίκα — ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα) (χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ » Σοφ.) αρχ. 1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις 2. φρ. «ἡνίκ ἄν» όταν 3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek